-
1 καινο υργία
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας ϑᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
-
2 καινο υργία
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate
1 καινο υργία
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας ϑᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
2 καινο υργία